βραδυπόρον

βραδυπόρον
βραδυπόρος
slow-passing
masc/fem acc sg
βραδυπόρος
slow-passing
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βραδυπόρος — βραδυπόρος, ον (AM) μσν. αυτός που βαδίζει αργά αρχ. 1. αργός, νωθρός 2. φρ. «βραδυπόρον πέλαγος» πέλαγος το οποίο διασχίζει αργά το πλοίο 3. (για τροφή) δύσπεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + πορος < πόρος «πέρασμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”